-
1 κατα-στήσσω
κατα-στήσσω (s. πτήσσω), p. aor. II. κατα-πτήτην Il. 8, 136, καταπτακών s. oben; perf. κατέπτηχα, Dem. 4, 8 u. Plut. Caes. 6; κατέπτηκα, Them. or. 24, 309 b; καταπεπτηχέναι u. καταπεπτηχώς Poll. 3, 136 sind von Bekker in κατεπτ. geändett; poet. partic. sync. καταπεπτηυῖα, Hes. Sc. 265; καταπεπτηῶτας, Man. 2, 168; – sich niederducken vor Furcht; τὼ δὲ δείσαντε καταπτή. την ὑπ' ὄχεσφι Il. δ, 136; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od. δ, 190; sich verbergen, verkriechen, εἴπερ κε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ Il. 22, 191; sp. D., στεινῇσι καταπτήξας ἐν άγυιαῖς Opp. Hal. 2, 410. Einzeln auch in Prosa, κατέπτηχε ταῦτα πάντα οὐκ ἔχοντα ἀποστροφήν Dem. 4, 8, von Furcht erfüllt u. schmiegen sich; ταπεινοὶ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plut. Aemil. Paull. 27; ὡς δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχό. σιν D. Hal. 7, 50. Auch = anstaunen, τὸ μέγεϑος καταπτῆξαι Plut. Sull. 7.
-
2 καταπτησσω
(fut. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα), эп. καταπτώσσω1) припадать к земле, нагибаться (только praes.)(ποτὴ γαίῃ Hom. - in tmesi)
2) приседать от страха, пугаться, робетьκαταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. — притаившийся от страха под кустом;
ταπεινοὴ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον ἀεὴ καραδοκοῦντες Plut. — всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом ( слова Эмилия Павла римской молодежи);καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. — быть пораженным громадностью (чего-л.)